βακλον

βακλον
    βάκλον
    τό (лат. baculum) палка Aesop.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βακλον" в других словарях:

  • βάκλον — βάκλον, το (Α) ραβδί, ρόπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. baculum, με την ίδια σημασία] …   Dictionary of Greek

  • βάκλον — baculum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκλα — βάκλον baculum neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκλοις — βάκλον baculum neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάκλων — βάκλον baculum neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρία — βακτηρία, η (AM) ραβδί, μπαστούνι μσν. στήριγμα, βοήθεια αρχ. το ραβδί των δικαστών, έμβλημα του αξιώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βακτηρία προέρχεται πιθ. από *βακτήρ, υποθ. τ. παράλληλος προς το βάκτρον* (πρβλ. αροτήρ, άροτρον). Βάση αυτών των… …   Dictionary of Greek

  • βάκλωι — βάκλῳ , βάκλον baculum neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»